θραυσιγενής

θραυσιγενής
-ές
(ορυκτ.) (για επιφάνειες ορυκτών) αυτός που προέρχεται από θραύση ή κρούση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραυσι- (< θραύω) + -γενής (< γένος), πρβλ. εκρηξι-γενής, ομοιο-γενής. Συνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”